- παρακυβέρνηση
- ηομάδα προσώπων που με την ανοχή τής κυβέρνησης παρεμβαίνει και επηρεάζει το κυβερνητικό έργο.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κυβέρνηση. Η λ., στον λόγιο τ. παρακυβέρνησις, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].
Dictionary of Greek. 2013.